- φρονηματώδης
- -ῶδες, Α [φρόνημα, -ήματος]1. φρονηματίας2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρονηματῶδεςαλαζονεία, έπαρση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρονηματώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) φρονηματώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φρονηματώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονηματώδη — φρονηματώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φρονηματώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φρονηματώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονηματῶδες — φρονηματώδης masc/fem voc sg φρονηματώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονηματώδεις — φρονηματώδης masc/fem acc pl φρονηματώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονιμώδης — ῶδες, Α [φρόνιμος] (εσφ. γρφ.) φρονηματώδης* … Dictionary of Greek